- προτεσταντικός
- [протэсгантикос]εκ. протестантский,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προτεσταντικός — ή, ό, Ν [προτεστάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προτεστάντη ή στον προτεσταντισμό … Dictionary of Greek
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek
Ζυρίχη — (γερμ. Zürich, γαλλ. Zurich, ιταλ. Zurigo). Πόλη (337.900 κάτ. το 2000) της Ελβετίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (1.728 τ. χλμ., 1.227.900 κάτ.). Βρίσκεται στη βορειοδυτική όχθη της λίμνης της Ζ., στις εκβολές του ποταμού Λίματ και στη… … Dictionary of Greek
Ουτρέχτη — (Utrecht). Πόλη (230 634 κάτ.) της κεντρικής Ολλανδίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.331 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή, σε μια διακλάδωση του κάτω ρου του Ρήνου, του Κρόμε Ρέιν, που εδώ χωρίζεται επίσης στον Όουντε Ρέιν και στο… … Dictionary of Greek